- καπιταλιστικός
- -ή, -όκεφαλαιοκρατικός: Ζούμε σε μια καπιταλιστική κοινωνία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καπιταλιστικός — ή, ό κεφαλαιοκρατικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. capitalistique < capitaliste «καπιταλιστής»] … Dictionary of Greek
ιμπεριαλισμός — Η τάση για επέκταση της πολιτικής και οικονομικής επιρροής ενός κράτους σε άλλες χώρες, κυρίως με τη χρησιμοποίηση της στρατιωτικής του ισχύος. Ήδη από την αρχαιότητα παρατηρείται συχνά το φαινόμενο ένας λαός να διεκδικεί να υποτάξει άλλους. Όμως … Dictionary of Greek
κεφαλαιοκρατικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεφαλαιοκράτη ή στην κεφαλαιοκρατία, καπιταλιστικός («κεφαλαιοκρατική κοινωνία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλαιο + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. δημο κρατία, κληρο κρατία. Απόδοση την ελλ. ξεν. όρου, πρβλ … Dictionary of Greek
κεφαλαιοκρατικός — ή, ό καπιταλιστικός, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεφαλαιοκράτη ή στην κεφαλαιοκρατία: Έχουν κεφαλαιοκρατικό σύστημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)